6/10/12

1942.Οι εκτελεσμένοι εκδότες της αντιστασιακής εφημερίδας Η Φωνή των σκλάβων Ελευθέριος Κιοσές και Νικόλαος Μοσχόπουλος.


Ελευθέριος Κιοσές και Νικόλαος Μοσχόπουλος από τό Χαλάντρι είναι τα εικοσάχρονα παληκάρια που η πατριωτική δράσι τα κατέστησε αιχμάλωτα τους, αιχμάλωτα της γερμανικής αρπαγής. Ησαν καταπιασμένα με το συνηθισμένο αντιαξονικό σχέδιο: Επαναστατικά φυλλάδια των πολυγράφων και συμμαχικές ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Αλλ’ όμως εκτελούσαν το σχέδιο εξαιρετικά δραστήρια. Κι’ έπειτα έβαζαν μέσα στα φυλλάδια πολύ φαρμάκι, εξαιρετικά συνταρακτικό μέσα στα γερμανικά στομάχια.
 Να, μερικά δείγματά του, όπως αυτά ήσαν σημειωμένα μέσα στα επαναστατικά φυλλάδια της δικογραφίας: Η Φωνή των σκλάβων, δεκαπενθήμερο όργανο των Ελευθέρων Νέων 
–Χίλερ, ο φανατικός και φιλόδοξος εγκληματίας
 – Ζούμε κάτω από ζυγό κτηνών
 – Χρειάζεται δραστήρια μάχη εναντίον του τυρράνου
 – Θάνατος στους βασανιστές μας Γερμανοϊταλους
- Ολοι ας γίνουμε επαναστάτες.
Αλλά τι παράδοξο θαύμα! Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου δόκτορας Μπέρκερ ακόμη από την αρχή της συνεδριάσεως έρριχνε ματιές που γύρευαν όχι να καρφώσουν, αλλά να κατανοήσουν. Ακουε με ηρεμία που έφτανε τα σύνορα της ευγένειας, τους συνηγόρους – το Σάββα Λοϊζίδη για τον Κιοσέ και το Γεωργάκη για το Μοσχόπουλο – καθώς του εξηγουσαν το ψυχολογικό κλίμα όπου βρέθηκε εξαφνικά η ελληνική νεολαία, σκλαβωμένη και κατατρεγμένη μέσα σε φρικτές στερήσεις κι’ ανείπωτη κατάθλιψι.
Οταν βγήκε από τη διάσκεψι καί, αφού διάβασε την καταδικαστική απόφασι του δικαστηρίου, σαν να ήθελε να βγάλη απο την ψυχή του ένα βάρος, ξετύλιξε δικαιολογίες με μεγάλη ήρεμία.
-Δεν είμαι, είπε, απ’ εκείνους που δέν κατανοούν τον εξαιρετικά δύσκολη θέσι πού κάνει την ελληνική νεολαία να συνταράζεται. Το ξαίρω καλά διότι πρόκειται για τη νεολαία που ζη στην κλασική χώρα της ελευθερίας. Θα δυσκολευόμουν γι’ αυτό να της επιβάλω κατά τη σημερινή υπόθεσι και την παραμικρή ποινή. Αλλά για τέτια απαλλαγή θα έπρεπε να λείπουν από τα φυλλάδια οι επαναστατικές και υβριστικές φράσεις γραμμένες σε ύφος ασήκωτο για τους Γερμανούς. Ετσι δικαιολογώ τη σημερινή ποινή - πέντε χρόνια ειρκτή στον καθένα.
Αυτά στην αίθουσα του Παρνασού, 27 τον Μάη 1942.
Τέτια ήταν η ομιλία του δόκτορα Μπέρκερ. Την άκουσαν όμως κι’ αυτιά άλλων επισήμων.
Κι’ όταν ο νομικός σύμβουλος, προϊδεασμένος στα όσα ακούστηκαν λόγια του δόκτορα Μπέρκερ, έβαλε τη μύτη του στη δικογραφία για την τακτική έρευνα του, έσφιξε τη γροθιά του – σημείο που ήθελε σκληρότερο τον πέλεκυ του γερμανικού νόμου. Κι’ αληθινά επέτυχε ό, τι ήθελε. Δύο περιστατικά, λίγες μέρες κατόπι, στάθηκαν αποδείξεις της επιτυχίας του : Ο δόκτορας Μπέρκερ κατόπι από υπηρεσία μόλις ενός μηνός στην πρωτεύουσά μας πήρε το φύσημα του εξω από τα ελληνικά όρια.
Οι δυό νεαροί πατριώτες στάλθηκαν στό θυσιαστήριο σαν όμηροι μαζι μ’ άλλους.
 εκτελέστηκαν στις 5 Ιουνίου 1942.

Ο Κιοσές κατόρθωσε προτού εκτελεστει, να στείλη στους γονείς του γράμμα,
τρανότατο δείγμα της αδούλωτης ψυχής του:

«Σήμερα», έγραφε,
  «θα εκτελεστούμε. Πεθαίνομε σαν άνδρες για την πατρίδα. 
Δεν υποφέρουμε καθόλου. Για τούτο μην υποφέρετε και σείς.
 Μη μας κλάψετε. Μη μας λυπάστε. Ευτυχείτε εσείς. 
Οι λύπες κι’ οι χαρές είναι γιά τους ανθρώπους.
 Εγκάρδια χαιρετίσματα σ’ όλους. Ειμαστε αντάξιοι των προγόνων, της Ελλάδας. 
Δεν τρέμω καθόλου. Γράφω όρθιος. 
Αναπνέω για τελευταία φορά τό μυρωμένο ελληνικόν αέρα. 
Μεταλάβαμε. Ραντιστήκαμε με κολώνια. Χαίρε, Ελλάδα, μητέρα ηρώων! 
Κρατηθήτε όλοι στο ύψος. Χαίρετε, αγαπημένοι. Γειά σ’ όλους. 
Γειά σας, πατερούλη μου, μανούλα μου! Θάρρος. Ζήτω η Ελλάς!».

Μέσα σε τέτοιο υψηλό ηρωικό κλίμα απέθαναν
ο Ελευθέριος Κιοσές κι’ ο Νικόλαος Μοσχόπουλος από τό Χαλάντρι.
ΚΩΝ. ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ (1946)